- μήλη
- μήλη, ἡ,A probe, Hp.VC10, AP11.126, etc.2 = σμίλη, τῇ μ. τέμνων τοὺς ὑμένας Gal.8.55, cf. 11.300.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μήλη — probe fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήλῃ — μήλη probe fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήλη — η (ΑΜ μήλη) εργαλείο σε σχήμα λεπτού ραβδιού κατασκευασμένο από εύκαμπτο μέταλλο με αμβλεία, συνήθως βολβοειδή, κορυφή, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως από τους χειρουργούς για τη διερεύνηση πόρων, συριγγίων, φυσικών ή τραυματικών κοιλοτήτων τού… … Dictionary of Greek
Μήλη — Μῆλος fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μήλῃ — Μῆλος fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλέων — μήλη probe fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλῶν — μήλη probe fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μῆλαι — μήλη probe fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήλην — μήλη probe fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήλης — μήλη probe fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήλῃσι — μήλη probe fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)